- κηρόχυτος
- -η, -ο (Α κηρόχυτος, -ον)ο κατασκευασμένος από χυτό κερίνεοελλ.φρ. «κηρόχυτες γραμμές»α) οι γραμμές τών τσιγκογραφικών πλακών που κατασκευάζονται με κηροχάραξηβ) οι γραμμές που αποτελούν το σχέδιο τού υφάσματος μπατίκ το οποίο πρόκειται να βαφεί με χαβαϊανή μέθοδο.[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χυτός (< χυτός < χέω), πρβλ. πηλό-χυτος, χαλκό-χυτος].
Dictionary of Greek. 2013.