κηρόχυτος

κηρόχυτος
-η, -ο (Α κηρόχυτος, -ον)
ο κατασκευασμένος από χυτό κερί
νεοελλ.
φρ. «κηρόχυτες γραμμές»
α) οι γραμμές τών τσιγκογραφικών πλακών που κατασκευάζονται με κηροχάραξη
β) οι γραμμές που αποτελούν το σχέδιο τού υφάσματος μπατίκ το οποίο πρόκειται να βαφεί με χαβαϊανή μέθοδο.
[ΕΤΥΜΟΛ. < κηρός + -χυτός (< χυτός < χέω), πρβλ. πηλό-χυτος, χαλκό-χυτος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • κηρόχυτος — moulded of wax masc/fem nom sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηρόχυτον — κηρόχυτος moulded of wax masc/fem acc sg κηρόχυτος moulded of wax neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροχύτοισι — κηρόχυτος moulded of wax masc/fem/neut dat pl (epic ionic aeolic) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροχύτου — κηρόχυτος moulded of wax masc/fem/neut gen sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • κηροχυτώ — κηροχυτῶ, έω (Α) [κηρόχυτος] 1. σχηματίζω μορφές, χύνω σχήματα σαν σε κερί 2. (για τις μέλισσες) κατασκευάζω κυψέλες από κερί …   Dictionary of Greek

  • κηρός — ο (ΑΜ κηρός) το κερί τών μελισσών, λιπαρή, εύπλαστη και εύτηκτη ουσία που γίνεται σκληρή και εύθραυστη σε ψυχρό περιβάλλον, γνωστή κυρίως ως προϊόν τών μελισσών, από το οποίο αυτές κατασκευάζουν τις κηρήθρες τους («παῑς χερσὶ ταῑς ἑαυτοῡ κηρὸν… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”